- γλυκύτητα
- η1. η γλυκιά γεύση.2. μτφ., η χάρη, η πραότητα, η ηπιότητα: Με αιχμαλώτισε η γλυκύτητα στο βλέμμα της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλυκύτητα — και γλυκότητα και γλυκότη, η (AM γλυκύτης, Μ και γλυκύτητα και γλυκότης και γλυκότητα) 1. γλυκιά γεύση, γλύκα 2. απόλαυση, ευχαρίστηση 3. γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενική συμπεριφορά μσν. νεοελλ. 1. ερωτική ηδονή 2. ευτυχία 3. ευχάριστο,… … Dictionary of Greek
γλυκύτητα — γλυκύτης sweetness of taste fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek
γιουκουλέλι ή γιουκαλίλι — Μουσικό τετράχορδο όργανο, παρόμοιο με την κιθάρα. Το γ. είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στα νησιά της Χαβάης όπου είναι περισσότερο γνωστό ως χαβανέζικη κιθάρα. Πορτογαλικής προέλευσης, έγινε γνωστό στα νησιά αυτά στο τέλος του 19ου αι. ως παραλλαγή … Dictionary of Greek
Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… … Dictionary of Greek
SAPOR, an a SAPUS — quod ab ὀπός? dixerunt autem Veteres ὁπὸν: seu sapum aut sapam, humorem illum arborum, qui vere ac autumnô abundat: an potius ab ὀπόρ? Sane Sapor, h. e. ἡ γεῦσις, ex succo et humore. Unde Saporem pro succo aliquando posuêre. Tibullus, l. 4. El. 4 … Hofmann J. Lexicon universale
ήδυσμα — το (AM ἥδυσμα) [ηδύνω] καθετί που παρέχει γλυκύτητα, καθετί που κάνει το φαγητό νόστιμο, άρτυμα, καρύκευμα («παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ στόμα λαμβάνων», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. καθετί που παρέχει ευχαρίστηση, τέρψη («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ ὡς… … Dictionary of Greek
αγανοφροσύνη — ἀγανοφροσύνη, η (Α) [ἀγανόφρων] καλή συμπεριφορά, ηπιότητα, γλυκύτητα, ευγένεια … Dictionary of Greek
αγλυκασιά — η [αγλύκαστος] ανεπαρκής γλυκύτητα … Dictionary of Greek
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek